- κριγμός
- κριγμός, ὁ, das Knirschen mit den Zähnen, Schrillen, Schwirren
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
κριγμός — ο (Α κριγμός) [κρίζω] τριγμός νεοελλ. ιατρ. ζωηρός ξηρός και επαναλαμβανόμενος ήχος που μπορεί να συγκριθεί με μια σειρά μικρών εκρήξεων και που γίνεται αντιληπτός σε περιπτώσεις φλεγμονής τών τενόντων υποδόριου εμφυσήματος, τραυμάτων τών… … Dictionary of Greek